ουγγρικός

ουγγρικός
η , ό[ν] венгерский, мадьярский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ουγγρικός" в других словарях:

  • ουγγρικός — ή, ό [Ούγγροι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ούγγρους ή στην Ουγγαρία ή αυτός που προέρχεται από την Ουγγαρία (α. «ουγγρική γλώσσα» β. «Ουγγρικές Ραψωδίες») …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • угрин — прилаг. угорский венгр, венгерский , только др. русск. угринъ, мн. угре (Пов. врем. лет), укр. вугор, угор, сербск. цслав. ѫгринъ, мн. ѫгре, сербохорв. у̀гар, род. п. у̀гра, также у̀грин, словен. vogǝr, vogrin (Мi. ЕW 223), чеш. uher, слвц. uhor …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Венгрия — У этого термина существуют и другие значения, см. Венгрия (значения). Венгрия Magyarország …   Википедия

  • Венгры — Венгры …   Википедия

  • μαγυαρικός — ή, ό και μαγυάρικος, η, ο [Μαγυάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στους Μαγυάρους 2. ουγγρικός …   Dictionary of Greek

  • ουγγαρέζικος — η, ο [Ουγγαρέζος] ουγγρικός …   Dictionary of Greek

  • ασκαλαφίδες — (ascalaphus). Γένος νευροπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυρμηλεοντιδών. Το σώμα τους καλύπτεται με πυκνές και λεπτές τρίχες, έχουν μεγάλα μάτια που χωρίζονται με βαθιά σχισμή και φέρουν μακριές κεραίες που καταλήγουν σε σφαιρικά άκρα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»